- κορδύλειος
- κορδύλειος [ῡ], α, ον,A made from
κορδύλη 111
, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορδύλη 111
, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) … Dictionary of Greek
κορδύλεια — κορδύλειος made from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek